πρεπώδης

πρεπώδης
πρεπ-ώδης, ες,
A fit, proper, Ar.Pl.793: c. dat., ib. 797: [comp] Comp.,

τὸ κάλλιον -δέστερον Pl.Alc.1.135b

, cf. Phld.Mus.p.82 K.: esp. in [comp] Sup.,

-δέστατα γυναικί X.Mem.2.7.10

, cf. Isoc.15.277, D.H. Pomp.4, Luc.Hipp.5, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρεπώδης — fit masc/fem acc pl (attic epic doric) πρεπώδης fit masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πρεπώδης fit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεπώδης — ῶδες, Α κατάλληλος, αρμόζων. επίρρ... πρεπωδῶς κατά τρόπο πρέποντα, κατάλληλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέπω + κατάλ. ώδης. Εντύπωση προκαλεί η παραγωγή επιθ. σε ώδης από ρήμα] …   Dictionary of Greek

  • πρεπωδέστερον — πρεπώδης fit adverbial comp πρεπώδης fit masc acc comp sg πρεπώδης fit neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεπώδει — πρεπώδης fit masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρεπώδης fit masc/fem/neut dat sg πρεπώδεϊ , πρεπώδης fit dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεπώδη — πρεπώδης fit neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρεπώδης fit masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρεπώδης fit masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεπωδεστάτων — πρεπώδης fit fem gen superl pl πρεπώδης fit masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεπωδεστέραις — πρεπώδης fit fem dat comp pl πρεπωδεστέρᾱͅς , πρεπώδης fit fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεπωδεστέρων — πρεπώδης fit fem gen comp pl πρεπώδης fit masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεπωδεστέρως — πρεπώδης fit masc acc comp pl (doric) πρεπώδης fit comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεπωδέστατα — πρεπώδης fit adverbial superl πρεπώδης fit neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεπωδέστατον — πρεπώδης fit masc acc superl sg πρεπώδης fit neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”